ανεκτέλεστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν εκτελέστηκε: Η απόφαση του δικαστηρίου έμεινε ανεκτέλεστη. 2. απραγματοποίητος, ακατόρθωτος: Τα περισσότερα από κείνα που ονειρεύτηκε έμειναν ανεκτέλεστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνεργος — η, ο (Α ἄνεργος, ον) [έργον] αυτός που δεν έχει εργασία, δεν εργάζεται, εκείνος που είναι χωρίς δουλειά αρχ. 1. απραγματοποίητος ανεκτέλεστος 2. ακατέργαστος, αδούλευτος 3. αδρανής, οκνηρός 4. φρ. «έργα άνεργα» ολέθρια έργα … Dictionary of Greek
άπραχτος — κ. κτος, η, ο (AM ἄπρακτος, ον) [πράττω] 1. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ανώφελος, άχρηστος 2. εκείνος που δεν έχει γίνει, ο ανεκτέλεστος 3. (για πρόσωπα) ανεπιτυχής νεοελλ. 1. αδρανής 2. ανίδεος, άπειρος 3. ασύνετος, ασυλλόγιστος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
άρεκτος — ἄρεκτος, ον (Α) απραγματοποίητος, ανεκτέλεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί άρρεκτος < α στερ. + ρέζω «διαπράττω, πραγματοποιώ κατορθώνω»] … Dictionary of Greek
άφτιαχτος — και γος και στος και άφκιαγος, η, ο 1. αυτός που δεν φτιάχτηκε ή που δεν μπορεί να φτιαχτεί, ακατασκεύαστος, ανεκτέλεστος 2. ακαλλώπιστος, ασυγύριστος … Dictionary of Greek
αγίνωτος — και αγένωτος, η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να γίνει, να συντελεστεί, ανεκτέλεστος, ακατόρθωτος 2. (για φρούτα, σπαρτά κ.λπ.) αυτός που δεν ωρίμασε ακόμα, άγουρος 3. (για ζύμη, κρασί κ.λπ.) αυτός που δεν έχει υποστεί επαρκή ζύμωση 4. (για φαγητά)… … Dictionary of Greek
αδιακόνητος — η, ο (Α ἀδιακόνητος, ον) [διακονῶ] νεοελλ. αυτός που δεν διακονείται, δεν τόν υπηρετούν, ο αβοήθητος αρχ. ανεκτέλεστος … Dictionary of Greek
αργώ — I (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία… … Dictionary of Greek
ατέλεστος — η, ο (AM ἀτέλεστος, ον) [τελώ] 1. ανεκτέλεστος 2. ασυμπλήρωτος αρχ. μσν. ο αμύητος ή ο αβάπτιστος αρχ. 1. ο χωρίς αποτέλεσμα, ο μάταιος, ο άσκοπος 2. ατέλειωτος, απέραντος 3. ακατόρθωτος 4. (για χώρα) ατελής, απαλλαγμένος από φορολογία … Dictionary of Greek
ατελής — Γένος πλατύρρινων πιθήκων της τάξης των πρωτευόντων θηλαστικών. Περιλαμβάνει διάφορα είδη, που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική κατ’ αγέλες στα ισημερινά δάση. Ένα είδος που ζει στη Βραζιλία (ateles paniscus) έχει σώμα λεπτό, μικρό κεφάλι,… … Dictionary of Greek